Παιδική παντοδυναμία και όρια: Τι σημαίνει βάζω όρια στο παιδί μου;

26 June 2020

«10 τρόποι για να κάνετε το παιδί σας να σας υπακούει!», «5 συμβουλές για να βάζετε όρια στο παιδί σας χωρίς φωνές!». Στις μέρες μας ο παγκόσμιος ιστός και τα social media κατακλύζονται από άρθρα, γραμμένα από ειδικούς ή μη, που περιλαμβάνουν συγκεκριμένες οδηγίες σχετικά με το πώς ένας γονέας μπορεί να βάζει όρια στο παιδί του. Πολλά υποσχόμενοι τίτλοι, όπως οι παραπάνω, εύκολα τραβούν την προσοχή «απελπισμένων» γονέων «παντοδύναμων» παιδιών.


Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα όρια είναι απαραίτητα για την ομαλή ψυχοσυναισθηματική και νοητική ανάπτυξη ενός παιδιού. Η εμπειρία, ωστόσο, δείχνει ότι η προσπάθεια των γονέων να εφαρμόσουν οδηγίες με τη μορφή «συνταγής» είναι συχνά ανεπιτυχής ή οδηγεί σε προσωρινά μόνο αποτελέσματα. Οι ανθρώπινες σχέσεις, χαρακτηρίζονται από μια δυναμική και είναι μάλλον περίπλοκο οι γονείς να προσπαθούν να βάζουν όρια στα παιδιά τους, όταν δεν υπάρχει μια βαθύτερη κατανόηση από πλευράς τους των παραγόντων που συχνά επηρεάζουν τις σχέσεις μέσα στην οικογένεια. Στο παρόν άρθρο, λοιπόν, αντί τυποποιημένων συμβουλών, επιχειρείται μια περιγραφή τριών σημαντικών παραγόντων που φαίνεται να συνδέονται με τις δυσκολίες στην οριοθέτηση των παιδιών.  


Ο πρώτος παράγοντας αφορά στην κατανόηση της έννοιας των ορίων και της χρησιμότητά τους. Τι σημαίνει βάζω όρια; Πολλοί γονείς δυσκολεύονται να βάλουν όρια στα παιδιά τους, καθώς ταυτίζουν τη λέξη όρια με τον αυταρχισμό και την υπερβολική αυστηρότητα, πράγμα το οποίο δεν ταιριάζει με την εικόνα που οι ίδιοι θέλουν να έχουν για τον ρόλο τους ως γονείς. Συχνά, μάλιστα, φτάνουν στο άλλο άκρο, να γίνονται δηλαδή υπερβολικά επιτρεπτικοί με τα παιδιά τους. Η έννοια «όρια», όμως, εσφαλμένα συγχέεται με την απαίτηση τυφλής υπακοής σε κανόνες και γενικότερα με την άνιση άσκηση εξουσίας, αν όχι βίας, από την πλευρά των γονέων. Έστω και εάν τέτοιες πρακτικές εφαρμόζονται από ορισμένους γονείς τα αποτελέσματά τους δεν μπορούν παρά να είναι προσωρινά ή επιφανειακά.


Για παράδειγμα, τα παιδιά εξουσιαστικών γονέων εκδηλώνουν συνήθως μια φαινομενική συμμόρφωση στους κανόνες όσο είναι μικρά από φόβο τιμωριών, αλλά συχνά ξεκινούν πολύ «ηχηρές» επαναστάσεις εναντίον τους κατά την εφηβεία και διατηρούν αποστάσεις από αυτούς ακόμα και μετά την ενηλικίωση. Άλλα πάλι, φαίνεται να υιοθετούν πλήρως τον ρόλο του «υπάκουου» παιδιού δίνοντας μια εικόνα ψευτο-ωριμότητας, καταπιέζοντας όμως τις επιθυμίες, τη δημιουργικότητα και τον αυθορμητισμό τους. Από την άλλη πλευρά, οι γονείς που υιοθετούν ένα ιδιαίτερα επιτρεπτικό μοντέλο διαπαιδαγώγησης, που είναι χαοτικοί στα όρια και ασυνεπείς ως προς τους κανόνες που θέτουν, έρχονται συχνά αντιμέτωποι με «τυραννικές» συμπεριφορές από την πλευρά των παιδιών τους. Τα παιδιά αυτά πολλές φορές καταλήγουν να αδιαφορούν για τις ανάγκες των άλλων, λειτουργούν ανεύθυνα, χειριστικά και ενδέχεται να παρουσιάσουν δυσκολίες στην κοινωνικοποίησή τους.  


Άρα, τελικά, τι εννοούμε με τη λέξη όρια; Τα όρια είναι ένα σύνολο τεκμηριωμένων, δίκαιων και σταθερών κανόνων που συντελούν ώστε το παιδί να αισθάνεται ασφάλεια και εμπιστοσύνη προς τους ενήλικες που είναι υπεύθυνοι για τη φροντίδα του. Καλό είναι να αποτελούν προϊόν δημοκρατικής και ειλικρινούς συζήτησης με το παιδί και να είναι όσο το δυνατόν πιο ανθεκτικά στις συχνές πιέσεις για παραβίασή τους, χωρίς από την άλλη να γίνονται αναίτια άκαμπτα όταν οι αντικειμενικές συνθήκες δεν το απαιτούν (π.χ. ηλικία του παιδιού, αλλαγή περιστάσεων):


«…τα σταθερά και λογικά όρια συγκρατούν και προσφέρουν ασφάλεια. Το παιδί δεν σταματά να δοκιμάζει την αντοχή τους, καθώς ο φαινομενικός (συνειδητός) στόχος του είναι να σπάσει τα όρια, ταυτόχρονα, όμως, ο λανθάνων (ασυνείδητος) στόχος του είναι να επιβεβαιώσει ότι είναι ανθεκτικά. Τα όρια που ξεχειλώνουν δεν δείχνουν ευελιξία. Δείχνουν αδυναμία και ασυνέπεια του ενήλικα, πάνω στον οποίο στηρίζεται το παιδί» (Λάγιου – Λιγνού, Αναγνωστάκη  & Ναυρίδη, 2019, σελ.115).


Ένας δεύτερος παράγοντας που επηρεάζει τις πρακτικές οριοθέτησης εντός της οικογένειας φαίνεται να προέρχεται από το ίδιο το παιδί, τη φύση του αυτή καθαυτή και το αναπτυξιακό στάδιο που διανύει. Το παιδί έρχεται στον κόσμο χωρίς όρια. Ένα βρέφος, στις σχέσεις του με τους άλλους και τον κόσμο διακατέχεται από ένα φυσιολογικό, για την ηλικία, αίσθημα «παντοδυναμίας». Κατά τους πρώτους μήνες της ζωής «είναι υπερβολικό ως προς τις απαιτήσεις του, είναι συχνά άπληστο και αχόρταγο» (Smirnoff, 1992, σελ. 267). Αναζητά την πλήρη αποκλειστικότητα στη σχέση του με τα πρόσωπα φροντίδας, δεν αντέχει να περιμένει και βιώνει ακόμα και αισθήματα απόγνωσης όταν οι άλλοι δεν ανταποκρίνονται πλήρως και άμεσα στις ανάγκες του (π.χ. πείνα, πόνο). Τα πρόσωπα φροντίδας, σε αυτή την πρώιμη φάση, καλούνται να ανταποκριθούν επαρκώς στις ανάγκες του χωρίς να θέτουν αυστηρά όρια και περιορισμούς, βάζοντας σε μεγάλο βαθμό στην άκρη τις ατομικές τους ανάγκες (π.χ. ξεκούρασης, ελεύθερου χρόνου). Με τον τρόπο αυτό, προσπαθούν να δημιουργήσουν ένα προβλέψιμο, ασφαλές και χωρίς δυσβάσταχτες ματαιώσεις περιβάλλον για το βρέφος. Υπό μία έννοια λοιπόν, ενισχύουν αυτή την αίσθηση παντοδυναμίας του βρέφους, ότι δηλαδή, όλες του οι ανάγκες ικανοποιούνται αυτόματα χωρίς να χρειάζεται καν να τις εκφράσει, καθώς ένα παιδί τόσο μικρής ηλικίας δεν είναι ακόμα σε θέση να αντέξει τις μικροματαιώσεις που η επαφή με τον κόσμο αναπόφευκτα επιφέρει (π.χ. ότι η μητέρα του δεν το παίρνει πάντα αμέσως αγκαλιά όταν κλαίει, ότι το φαγητό του μπορεί να μην είναι έτοιμο όταν πεινάει).


Σταδιακά, όσο το παιδί μεγαλώνει, αναπτύσσεται η ικανότητά του να αντέχει περισσότερο τις αντιξοότητες και να εκλαμβάνει τα στενά πρόσωπα φροντίδας ως κάτι ξεχωριστό από το ίδιο, ως πρόσωπα, δηλαδή, που έχουν διαφορετικές σκέψεις και ανάγκες από το ίδιο. Για το παιδί, η ικανότητα αυτή σηματοδοτεί τη βαθμιαία άρση των ψευδαισθήσεων, με άλλα λόγια, την άρση της πεποίθησης ότι όλοι και όλα περιστρέφονται γύρω από το ίδιο και λειτουργούν υπό τον παντοδύναμό έλεγχό του. Καθώς, λοιπόν, το παιδί μεγαλώνει, γίνεται ολοένα και περισσότερο ικανό να ανοιχτεί στον πραγματικό κόσμο, προσαρμοζόμενο στα όρια που οι σχέσεις με τους άλλους και η συλλογικότητα προϋποθέτουν.


Σε αυτή τη διαδικασία, ο ρόλος των γονέων είναι καίριας σημασίας, καθώς με τους σταδιακούς και σωστής «δοσολογίας» περιορισμούς που θέτουν στη ζωή του παιδιού (π.χ. ο αποθηλασμός, η διακοπή της πάνας, η αυτονόμηση στο ντύσιμο) το βοηθούν να βγει από τη θέση «παντοδυναμίας» και να αποκτήσει μια πιο ρεαλιστική εικόνα αναφορικά με τη θέση του στον κόσμο. Το παιδί κατανοεί ότι οι ενήλικες περιμένουν πράγματα από το ίδιο, ότι υπάρχουν κανόνες για όλους ώστε να επιτυγχάνεται η συνύπαρξη των ανθρώπων. Μετέπειτα, στη διαδικασία αυτή εισάγονται και άλλα πρόσωπα (π.χ. συγγενείς, παιδαγωγοί, δάσκαλοι) που βοηθούν το παιδί να κατανοήσει ότι τα όρια εκτείνονται και πέρα από την στενή οικογενειακή ζωή.


Όσο πιο πρόθυμοι φανούν οι ενήλικες να αναλάβουν τις ευθύνες τους αναφορικά με την οριοθέτηση του παιδιού τους, όσο περισσότερο αντέξουν να λένε τα απαραίτητα και αιτιολογημένα «όχι» χωρίς να υπαναχωρούν με την παραμικρή πίεση από την πλευρά του παιδιού, τόσο περισσότερο θα δίνουν ευκαιρίες στο παιδί τους για να ωριμάσει. Θα το βοηθούν να γίνει πιο ανθεκτικό στις όποιες αντιξοότητες συναντήσει στη ζωή του, να αναπτύξει δημιουργικούς τρόπους να ξεπερνά τα εμπόδια και να μην τα παρατά όταν τα πράγματα δεν θα γίνονται όπως ακριβώς το ίδιο θα ήθελε.


«…στην αρχή ίσως να μην εκτιμήσετε την ιδέα να ενσαρκώσετε αυτό το «όχι», αλλά ίσως το αποδεχτείτε με μεγαλύτερη προθυμία όταν θα σας έχω υπενθυμίσει ότι στα μικρά παιδιά αρέσει να τους λέμε «όχι». Δεν τους αρέσει να παίζουν συνέχεια με μαλακά παιχνίδια, εκτιμούν ακόμα και τις πέτρες και τα μπαστούνια, τα σκληρά δάπεδα, και τους αρέσει εξίσου να τα βάζουν στη θέση τους όσο και να τους κάνουν χάδια» (Winnicott, 1960, σελ. 67).


Κλείνοντας, ο τρίτος παράγοντας που μπορεί να επηρεάσει το έργο της οριοθέτησης αφορά στην προσωπικότητα και στα βιώματα των ίδιων των ενηλίκων. Συχνά οι γονείς συγχέουν τα όρια με την αγάπη, φοβούμενοι ότι τα παιδιά τους θα εκλάβουν την άρνησή τους ως μη ανταπόκριση προς τις συναισθηματικές τους ανάγκες. Άλλοι πάλι, ταυτιζόμενοι συχνά με δικά τους παιδικά κατάλοιπα, εξισώνουν κάθε «όχι» με το αίσθημα καταπίεσης που πιθανά οι ίδιοι να αισθάνονταν όταν ήταν παιδιά. Υπάρχουν, επίσης, γονείς που νιώθουν ενοχές όταν αρνούνται κάτι στο παιδί τους λόγω κάποιας περίπλοκης κατάστασης που μπορεί να βιώνει η οικογένεια (π.χ. διαζύγιο, χρόνια ασθένεια, απουσία για από το σπίτι λόγω εργασίας) και προσπαθούν να «διορθώσουν» την κατάσταση υπαναχωρώντας ακόμα και στις πιο παράλογες απαιτήσεις του παιδιού τους. Επιπρόσθετα, κάποιοι γονείς δυσκολεύονται να μείνουν σταθεροί στα όρια που έχουν βάλει λόγω της κούρασης, της μεταξύ τους ασυνεννοησίας ως προς το τι θα επιτρέπουν και τι όχι στο παιδί ή ακόμα λόγω της έλλειψης χρόνου.


Είναι δύσκολο να βάλει ένας γονέας όρια με αποτελεσματικό τρόπο όταν δεν έχει πρώτα κατασταλάξει ως προς το τι αποδέχεται και τι δεν αποδέχεται από το παιδί του και υπό ποιες συνθήκες (π.χ. τι ισχύει στο σπίτι, τι ισχύει σε άλλα πλαίσια). Όπως, τονίζει ο Gordon (2016), «είναι προτιμότερο για τους γονείς να συνειδητοποιούν πότε δεν αποδέχονται κάτι, και να μην υποκρίνονται ότι το αποδέχονται» (σελ. 40). Από την άλλη, πολλές φορές οι γονείς δεν έχουν ξεκαθαρίσει μέσα τους ποιες από τις «μη αποδεκτές» συμπεριφορές του παιδιού τους χρήζουν όντως οριοθέτησης και ποιες είναι αποτέλεσμα της δικής του μικρής αντοχής προς συμπεριφορές που θεωρούνται φυσιολογικές ανά ηλικιακό στάδιο (π.χ. ανάγκη παιδιού να λερωθεί, να τρέξει, να φωνάξει, να εναντιωθεί). Συχνά, πρόκειται για γονείς που δυσκολεύονται να αποχωριστούν συναισθηματικά τα παιδιά τους υπό την έννοια ότι δεν δέχονται την αυτονόμηση και διαφοροποίησή τους. Θέλουν να τα ελέγχουν και έτσι, γίνονται ιδιαίτερα επικριτικοί και αυστηροί προς οτιδήποτε παρεκκλίνει από τις προσδοκίες τους, εντείνοντας με τον τρόπο αυτό ακόμα περισσότερο την ανυπακοή των παιδιών τους.  


Συμπεραίνουμε λοιπόν, ότι τα όρια δεν έχουν στόχο να δημιουργούμε «υπάκουα» παιδιά. Είναι θεμελιώδες για μια ουσιαστική αφομοίωση των ορίων από τα παιδιά, οι ενήλικες να έχουν μια βαθύτερη κατανόηση της χρησιμότητάς τους, αλλά και των ψυχοσυναισθηματικών καταστάσεων που ενδέχεται να επηρεάζουν τους ίδιους, αλλά και τα παιδιά, ως προς τον τρόπο που τα αποδέχονται ή μη.  


Για οποιαδήποτε περαιτέρω πληροφορία ή διευκρίνιση μπορείτε να καλέσετε στην «Ευρωπαϊκή Γραμμή Υποστήριξης Παιδιών 116111» ώστε να συζητήσετε με έναν ψυχολόγο όλα αυτά που μπορεί να σας απασχολούν σε σχέση με το παιδί σας.

 

Βιβλιογραφικές Αναφορές
Ελληνόγλωσσες:
Λάγιου – Λιγνού Έ., Αναγνωστάκη Λ. & Ναυρίδη Ά. (2019) . Ψυχαναλυτικές παρεμβάσεις με μικρά παιδιά στην οικογένεια και στην τάξη. Αθήνα: Εκδόσεις Αρμός.
Gordon, T. (2016). Τα μυστικά του αποτελεσματικού γονέα. Αθήνα: Μάρτης.

 

Ξενόγλωσσες:
Smirnoff, V.  (1992). La psychanalyse de l’enfant. Paris: Presses Universitaires de France.
Winnicott, D., W. (1995). Conseils aux parents. Paris: Payot & Rivages.